- σακχαρώ
- -όω, Ν(λόγιος τ.) ζαχαρώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Ο τ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακχάρωσις — η, Ν (λόγιος τ.) η ενέργεια τού σακχαρώ, η παρασκευή ενός προϊόντος με την εμπότιση ή την περικάλυψή του με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαρῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek